- κρυπτ(ο)-
- (AM κρυπτ[ο]-, Α και κρυψι-)πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β' συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο)- ανάγεται στο επίθ. κρυπτός.Λέξεις με α' συνθετικό κρυψι- (< κρύπτω) ανήκαν στην κατηγορία σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Αρκετά σύνθ. τής Νέας Ελληνικής είναι επιστημονικοί όροι και αποτελούν αντιδάνειες λ. (πρβλ. κρυπτογαζία, κρυπτοκέρατα).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό κρυπτ(ο)-: μσν. κρυπτομόναχοςνεοελλ.κρύπταυθος, κρυπτοαλίτης, κρυπτόβραγχος, κρυπτογαμία, κρυπτογαμικός, κρυπτόγαμος, κρυπτογράφημα, κρυπτογράφηση, κρυπτογραφία, κρυπτογραφικός, κρυπτογράφος, κρυπτογραφώ, κρυπτόδειρα, κρυπτοζυγία, κρυπτόζυγος, κρυπτοκαρύα, κρυπτόκερα, κρυπτοκέφαλος, κρυπτοκοκκίαση, κρυπτόκοκκος, κρυπτόλαιμος, κρυπτολευχαιμία, κρυπτόλιθος, κρυπτολογία, κρυπτομερία, κρυπτομηνόρροια, κρυπτομυησία, κρυπτομονάδες, κρυπτονεμιώδη, κρυπτόπρωκτος, κρυπτόρρυγχος, κρυπτορχιδία, κρυπτοστεγία κρυπτοστίγματα, κρυπτοτηλεφωνία, κρυπτοφάγος, κρυπτοφθαλμία, κρυπτοφύκη, κρυπτόφυτα, κρυπτοφωνία, κρυπτόφωνο, κρυπτοχριστιανοί.Παραδείγματα λ. με κρυψ(ι)-: αρχ. κρυψίδομος, κρυψίλογος, κρυψιμέτωπος, κρυψίποθος, κρύψιππος(μον.) κρυψίπτερος, κρυψίφρων, κρυψώνομοςμσν.- νεοελλ.κρυψίβουλος, κρυψίνους.
Dictionary of Greek. 2013.